προσεπικύρωση

προσεπικύρωση
η, Ν
πρόσθετη επιβεβαίωση, επί πλέον πιστοποίηση («έγινε προσεπικύρωση τής μαρτυρίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσεπικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικύρωσις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”